Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζαμπαράς — ο αυτός που κυνηγάει τις γυναίκες, ο γυναικάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zampara] … Dictionary of Greek